- δουλεμπορικός
- -ή, -όν1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δουλεμπορία ή στον δουλέμπορο2. αυτός που προέρχεται από δουλεμπορία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Αθηναϊκή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.